- μήρινθος
- μήρινθοςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… … Dictionary of Greek
μηρίνθοιο — μήρινθος fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρίνθοις — μήρινθος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρίνθου — μήρινθος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρίνθους — μήρινθος fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρίνθων — μήρινθος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρίνθῳ — μήρινθος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήρινθοι — μήρινθος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήρινθον — μήρινθος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… … Dictionary of Greek